βαράκι

βαράκι
το сусальное золото

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βαράκι" в других словарях:

  • βαράκι — το 1. λεπτό φύλλο χρυσού (για τη διακόσμηση βιβλίων, επίπλων κ.λπ.) 2. χρυσόκολλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < τουρκ. varak < αρχ. βάραξ ( κος) «είδος γλυκίσματος» (Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

  • επιχρύσωμα — το, ατος 1. λεπτό στρώμα χρυσού, που καλύπτει την επιφάνεια των επίχρυσων (βλ. λ.) αντικειμένων, βαράκι. 2. η επιχρύσωση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»